σταρένιος, -ια, -ιο

σταρένιος, -ια, -ιο
βλ. σιταρένιος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σταρένιος — α, ο, Ν βλ. σιταρένιος …   Dictionary of Greek

  • πυρογενής — (I) ές, ΝΑ βλ. πυριγενής. (II) ές, Α παρασκευασμένος από σιτάρι, σταρένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσο γενής, πετρο γενής] …   Dictionary of Greek

  • σίτινος — η, ο / σίτινος, ίνη, ον, ΝΜΑ αυτός που προέρχεται ή παρασκευάζεται από σίτο, σιταρήσιος, σταρένιος (α. «ἄχυρον σίτινον», πάπ. β. «σίτινον ἄλευρον», Θεοφαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • σιταρένιος — και σταρένιος, α, ο, Ν παρασκευασμένος από αλεύρι σιταριού, σιταρήσιος (α. «σιταρένιο ψωμί» β. «σταρένια παξιμάδια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρι / στάρι + κατάλ. ένιος*] …   Dictionary of Greek

  • σταράτος — και σιταράτος, η, ο Ν, [σιτάρι/ στάρι] 1. αυτός τού οποίου το δέρμα έχει το χρώμα τού σταριού, ο ανοιχτός μελαχρινός 2. (για ψωμί) σταρένιος 3. μτφ. (για λόγους) σαφής, ξεκάθαρος («λόγια σταράτα»). επίρρ... σταράτα ξεκάθαρα, με σαφήνεια, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • σιταρένιος, -ια, -ιο — και σταρένιος, ια, ιο φτιαγμένος από σιτάρι: Στην Κατοχή δεν έβρισκες εύκολα σταρένιο ψωμί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”